ἔκρινον

ἔκρινον
ἔκρῑνον , κρίνω
separate
imperf ind act 3rd pl
ἔκρῑνον , κρίνω
separate
imperf ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μελετηρός — ή, ό (Α μελετηρός, ά, όν) [μελέτη] νεοελλ. αυτός που είναι αφοσιωμένος στη μελέτη, στη σπουδή ενός θέματος, αυτός που αγαπά τη μελέτη, φιλομαθής, επιμελής («θα προοδεύσει, γιατί είναι μελετηρός») αρχ. 1. αυτός που ασκείται σε κάτι με προθυμία και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”